- ἐδειλίασα
- ἐδειλίᾱσα , δειλιάωto be afraidaor ind act 1st sg (attic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δειλιάζω — (Μ δειλιάζω) κατέχομαι από φόβο για κάτι, διστάζω να κάνω κάτι («δειλιάζετε σε πόλεμον να βγήτε») νεοελλ. 1. κάνω κάποιον να δειλιάσει («τίποτε δεν με δειλιάζει») 2. αποκάμνω, κουράζομαι («τα χέρια μου αναδεύονται ακόμη δειλιασμένα»). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek